- ἄρματ'
- ἄρματα , ἄρμαthat which one takesneut nom/voc/acc plἄρματι , ἄρμαthat which one takesneut dat sgἄρματε , ἄρμαthat which one takesneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἅρματ' — Ἅρματα , Ἅρμα neut nom/voc/acc pl Ἅρματι , Ἅρμα neut dat sg Ἅρματε , Ἅρμα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρματ' — ἅρματα , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc pl ἅρματι , ἅρμα chariot neut dat sg ἅρματε , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματίτης — κτηματίτης, ὁ (AM) κάτοχος πολλών κτημάτων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αρματ ίτης, δωματ ίτης)] … Dictionary of Greek
φυσηλάτης — ὁ, Α αυτός που βάζει σε κίνηση τα φυσερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ἁρματ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek